Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ο γνώστης

См. также в других словарях:

  • γνώστης — one that knows masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… …   Dictionary of Greek

  • γνώστης — ο αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, ο ειδήμονας: Είναι γνώστης των γεγονότων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωστῆς — γνωστός known fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνῶστα — γνώστης one that knows masc voc sg γνώστης one that knows masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστέων — γνώστης one that knows masc gen pl (epic ionic) γνωστέος masc/fem/neut gen pl γνωστός known masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωστῶν — γνώστης one that knows masc gen pl γνωστός known fem gen pl γνωστός known masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνῶσται — γνώστης one that knows masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώσταις — γνώστης one that knows masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώστην — γνώστης one that knows masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώστου — γνώστης one that knows masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»