-
1 γνώστης
γνώστης, ὁ, dasselbe; πίστεως παρέχεσϑαι καὶ βεβαιωτήν Plut. Flam. 4; übh. der Kenner, N. T.; vgl. Möris p. 116.
-
2 γνωστης
- ου ὅ1) знаток(πάντων τῶν ἐθῶν NT.)
2) свидетель, поручитель(γ. καὴ βεβαιωτές τῆς πίστεως Plut.)
-
3 γνωστής
-
4 γνωστῆς
-
5 γνώστης
γνώστηςone that knows: masc nom sg -
6 γνώστης
γνώστης, Bürge, Zeuge; übh. der Kenner -
7 γνώστης
ο знаток, специалист;γνώστης του μέλλοντος — прорицатель, предсказатель, пророк
-
8 γνώστης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γνώστης
-
9 γνώστης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γνώστης
-
10 γνώστης
знаток.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γνώστης
-
11 γνώστης
[гностис] ουσ. а. знаток.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γνώστης
-
12 γνώστης
-ου + ὁ N 1 1-3-0-0-1=5 1 Sm 28,3.9; 2 Kgs 21,6; 2 Chr 35,19a; SusTh 42one who knows the future, wizardCf. GRILLET 1997 395; →ADRADOS; LSJ RSuppl -
13 γνώστης
[гностис] ουσ α знаток. -
14 γνώστης
A one that knows,τῶν ἐθῶν Act.Ap.26.3
;τοῦ εὐαγγελίου Sammelb.421.1
(iii A. D.): esp.one who knows the future, diviner, LXX 1 Ki.28.3.II = γνωστήρ, surety,γ. τῆς πίστεως Plu.Flam.4
; expert witness or valuer, PLips.106.10 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνώστης
-
15 προ-γνώστης
προ-γνώστης, ὁ, der Vorherwisser, Sp.
-
16 φιλ-ανα-γνώστης
φιλ-ανα-γνώστης, ὁ, das Lesen liebend, Freund des Lesens, Plut. Alex. 8.
-
17 κρυφιο-γνώστης
κρυφιο-γνώστης, ὁ, = κρυφιαστής, Sp.
-
18 καρδιο-γνώστης
καρδιο-γνώστης, ὁ, der Herzenkenner, N. T. u. K. S.
-
19 δια-γνώστης
δια-γνώστης, ὁ, der Entscheidende.
-
20 ἀπο-γνώστης
ἀπο-γνώστης, ὁ, der Verzweifelnde, Hesych.
См. также в других словарях:
γνώστης — one that knows masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… … Dictionary of Greek
γνώστης — ο αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, ο ειδήμονας: Είναι γνώστης των γεγονότων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωστῆς — γνωστός known fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνῶστα — γνώστης one that knows masc voc sg γνώστης one that knows masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστέων — γνώστης one that knows masc gen pl (epic ionic) γνωστέος masc/fem/neut gen pl γνωστός known masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστῶν — γνώστης one that knows masc gen pl γνωστός known fem gen pl γνωστός known masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνῶσται — γνώστης one that knows masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώσταις — γνώστης one that knows masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστην — γνώστης one that knows masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστου — γνώστης one that knows masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)